Ῥίπαι

Ῥίπαι
Ῥἰπαι, αἱ, name of a fabulous range of mountains in the far North, Alcm.58 (leg. Ῥιπᾶν), Arist.Mete.350b7 (for S.OC1248,
A v. ῥιπή 1): hence [full] Ῥιπαῖος, α, ον, Rhipaean,

ὄρη Hellanic.Fr.187

(b) J., Damastes Fr.1 J., Str.7.3.1
,6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ρίπαι — αἱ, Α μυθική οροσειρά στον Βορρά, τα Ριπαία Όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥιπή «ορμή, δύναμη» (< ῥίπτω) με την έννοια ότι από το μέρος αυτό ξεκινά ο Βορράς, που είναι ο πιο ισχυρός άνεμος …   Dictionary of Greek

  • ῥιπαί — ῥῑπαί , ῥιπή swing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιπᾶι — ῥῑπᾷ , ῥιπή swing fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • РИПЕЙСКИЕ ГОРЫ —    • Rhipaei montes,          τὰ ΄Ριπαι̃α όρη, ΄Ρίπαια, горы на севере земного шара, представления древних о которых были весьма разнообразны. Название они получили скорее от татарского rifaet (высокий), чем от веяния (ρ̉ίπτειν) северного ветра …   Реальный словарь классических древностей

  • ριπαίος — (I) αία, ο, Ν (για άνεμο) αιφνίδιος και σφοδρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ριπή + κατάλ. αίος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις]. (II) αία, ον, Α [Ῥῑπαι] 1. αυτός που ανήκει στις Ρίπες 2. φρ. «Ριπαῑα ὄρη» φανταστική οροσειρά στην οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”